οὐρανογραφία

οὐρανογραφία
οὐρᾰνο-γρᾰφία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A description of the heavens, title of a work by Democritus, D.L. 9.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουρανογραφία — η (Α οὐρανογραφία, ιων. τ. οὐρανογραφίη) 1. η περιγραφή τού ουρανού νεοελλ. 1. η μελέτη τών σχετικών θέσεων τών αστέρων και τής αναγνώρισης τών ουράνιων σωμάτων με τη βοήθεια αστρονομικών χαρτών 2. τα συγγράμματα και οι χάρτες που βοηθούν στην… …   Dictionary of Greek

  • οὐρανογραφίη — οὐρανογραφία description of the heavens fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρανογραφία («ουρανογραφικές μελέτες») 2. φρ. α) «ουρανογραφικές συντεταγμένες» σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, ανεξάρτητο από τον τόπο και τον χρόνο παρατήρησης, και, συνεπώς, κατάλληλο για τη σύνταξη …   Dictionary of Greek

  • uranografía — ► sustantivo femenino ASTRONOMÍA Parte de la astronomía que estudia la descripción de los cuerpos celestes. SINÓNIMO cosmografía * * * uranografía (del gr. «ouranographía») f. Cosmografía. * * * uranografía. (Del gr. οὐρανογραφία). f. Astronomía… …   Enciclopedia Universal

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • Μπόντε, Γιόχαν Έλερτ — (Jochann Elert Bode, Αμβούργο 1747 – Βερολίνο 1826). Γερμανός αστρονόμος, περισσότερο γνωστός από τον νομό που έχει το όνομά του. Ο Μ. ίδρυσε την Αστρονομική επετηρίδα, στη διατήρηση της οποίας συνέβαλε με τη συγγραφή και συμπλήρωση 51 τόμων.… …   Dictionary of Greek

  • uranografía — (Del gr. οὐρανογραφία). f. Astronomía descriptiva …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”